άστυφτος

άστυφτος
-η, -ο
αυτός που δεν τον έστυψαν, δεν τον ζούλησαν για να βγει ο χυμός του ή το νερό του: Άπλωσε τα ρούχα άστυφτα, γιατί τα χέρια της πονούσαν και δεν είχε πια δύναμη να τα στύψει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άστυφτος — η, ο βλ. άστειφτος …   Dictionary of Greek

  • άστειφτος — και άστυφτος και άστυφος, η, ο εκείνος που δεν έχει στειφτεί, που δεν τον έχουν στραγγίσει («άστειφτο λεμόνι», «άστειφτα ρούχα», «άστειφτο σφουγγάρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η γραφή με ει προέρχεται από την ετυμολόγηση του τ. άστειφτος < στείβω «πατώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”